- δονούμαι
- δονούμαι, δονήθηκα βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δονοῦμαι — δονέω shake pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιωρώ — ( έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή) Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω ΙΙ. μέσ. 1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι 2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι 3. (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
αναπάλλω — (Α ἀναπάλλω και ποιητ. ἀμπάλλω) 1. πάλλω, σείω προς τα επάνω 2. μέσ. ανακινώ, αναταράσσω 3. παθ. σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι, αναπηδώ 1. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἀναπάλλων (ενν. σεισμός) ο σεισμός που σείει τη γη προς τα επάνω … Dictionary of Greek
ανασείω — (Α ἀνασείω) 1. κινώ προς τα επάνω, ταράζω, τραντάζω 2. επισείω, απειλώ 3. διεγείρω, ερεθίζω 4. μεσ. αναπηδώ, δονούμαι 5. παθ. ταράζομαι, θορυβούμαι … Dictionary of Greek
επιψάλλω — ἐπιψάλλω (AM) ψάλλω μετά ή στο τέλος («οἱ δὲ ἱερεῑς ἐπέψαλλον τοὺς ὕμνους», ΠΔ) αρχ. παθ. ἐπιψάλλομαι (για χορδή οργάνου) δονούμαι με το άγγιγμα … Dictionary of Greek
καρκαίρω — (Α) 1. (για τη γη) σείομαι, δονούμαι από τα πατήματα ανδρών και αλόγων 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκάρκαιρεν ἐπλήθυεν» και «ἐκάρκαιρον ψόφον τινὰ ἀπετέλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. με επιτ. αναδιπλασιασμό. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. car karti «υμνώ», που… … Dictionary of Greek
πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά … Dictionary of Greek
σίμ(μ)υ — το, Ν είδος αμερικανικού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shimmy «δονούμαι, ταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek
τραντάζω — Ν 1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση») 2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν») 3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω… … Dictionary of Greek
υπερφρίσσω — ΜΑ δονούμαι, σείομαι έντονα («ἡ δ Αἴτνη τῇ βοῇ ὑπερέφριξεν», Πλαν.) αρχ. τρέμω πάρα πολύ από φόβο («ὑπερέφριττον μεταξὺ ἀκούων τῶν ἐπῶν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φρίσσω / φρίττω «τρέμω, φοβάμαι»] … Dictionary of Greek